γεροντικός

γεροντικός
-ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό
1. η αίθουσα συνεδριάσεων τής μονής
2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό
μσν.
βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών τού παρελθόντος
αρχ.
το οίκημα τής γερουσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γεροντικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στους γέρους: Πάσχει από γεροντική άνοια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροντικά — γεροντικός of neut nom/voc/acc pl γεροντικά̱ , γεροντικός of fem nom/voc/acc dual γεροντικά̱ , γεροντικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικῶν — γεροντικός of fem gen pl γεροντικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικόν — γεροντικός of masc acc sg γεροντικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικαῖς — γεροντικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικαί — γεροντικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικοῖς — γεροντικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικοί — γεροντικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεροντικοῦ — γεροντικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”