- γεροντικός
- -ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντεςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό1. η αίθουσα συνεδριάσεων τής μονής2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικόμσν.βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών τού παρελθόντοςαρχ.το οίκημα τής γερουσίας.
Dictionary of Greek. 2013.